Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῦ δεινοῦ

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες — (17ος αι.). Ποιητής. Έγραψε ένα μεγάλο ποίημα 12 χιλιάδων στίχων μέτριας ποιητικής αξίας, αλλά το οποίο θεωρείται μνημείο της δημοτικής. Το ποίημα τιτλοφορείται Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου του εν τη νήσω Κρήτη γενομένου. Στο πατριωτικό …   Dictionary of Greek

  • Διακρούσης, Άνθιμος — (17ος αι.). Λόγιος και κληρικός. Είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Ακάκιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά, αλλά έζησε έως το 1645 στην Κυδωνία, έπειτα στην Κρήτη και, τελικά, εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Εκεί επιμελήθηκε την ανατύπωση έργων του… …   Dictionary of Greek

  • δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλαάμ ο Καλαβρός — (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Έλληνας θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, πρόδρομος της Αναγέννησης. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος ακόμα απέκτησε φήμη… …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • κατεξανίσταμαι — (AM, Α και κατεξανιστῶ, άω) εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.) αρχ. 1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.) 2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»