-
1 ἄφετος
A let loose, ranging at large, esp. of sacred flocks that were free from work,ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ.. ἱερῷ Pl. Criti. 119d
;νέμονται ὥσπερ ἄφετοι Id.Prt. 320a
, cf. R. 498c, Isoc.5.127, Call.Del.36.II of persons, dedicated, free from worldly business, E. Ion 822, Plu.2.768b; [γένη] ἀπόλυτα καὶ ἄ. Iamb.Myst.1.8
;ἄ. παντὸς τοῦ δεινοῦ Max.Tyr.3.9
.2 of things,ἄ. ἡμέραι
holidays,Poll.
1.36; νομὴ ἄ. free range, of horses, Plu.Lys.20;ὁρμαί Ph.2.380
, cf. Plu.2.12a;δρόμοι Id.Cleom.34
;ἐξουσία τοῦ λέγειν Phld.Herc.862.10
;κακουργίαι Id.Piet.21
;τὸ ἄ. τῆς κόμης Luc.Dom.7
;τοῦ λόγου Hermog.Id.1.6
. Adv.-τως, ὁρμᾶν
freely,Ph.
1.135, cf. Dam.Pr. 307;ἀπολαύει Phld.D.3
Fr.89.3 of style, rambling, prolix, Luc.Tox. 56. -
2 ἡσσάομαι
ἡσσάομαι, att. ἡττάομαι, ion. ἑσσέομαι, fut. ἡσσηϑήσομαι, aber auch ἡττήσομαι, Lys. 28, 9 Xen. An. 2, 3, 23; das act. ἡσσηκότες, ἡττήσαντες führt Suhd. an, Isae. 11, 21 ist jetzt geändert; sonst findet es sich nur bei Sp., in der Bedeutung besiegen, überwältigen, ἥττησε τὰς ψυχὰς τῶν ἐναντίων Pol. 1, 75, 3, vgl. 3, 18, 5; κατὰ κράτος ἥττησεν D. Sic. 20, 30; τοὺς Λακεδαιμονίους ἡττηκότες 15, 87; das pass. oder den. ἡσσάομαι heißt schwächer ( ἥσσων) sein als ein Anderer, ihm nachstchen, gegen ihn den Kürzern ziehen, von ihm übertroffen, besiegt werden; absolut, Thuc. im Ggstz von ἐπικρατεῖν, 1, 49, Aesch. πρὸς τῶν κρατούντων δ' ἐσμέν, οἱ δ' ἡσσημένων, Spt. 498; εἰ κοὐκ ἀρκέσει ποϑ' ὗμιν οὐδ' ἡσσημένοις εἴκειν Soph. Ai. 1221; Eur. Phoen. 1264; μάχην, in der Schlacht, Isocr. 4, 145 u. öfter, wie Dem. μάχην ἥττηντο 19, 320; auch τὴν δίκην, im Proceß, d. i. den Proceß verlieren, Plat. Legg. IX, 880 c; öfter in der Gerichtssprache, Ar. Plut. 482; Oratt.; Sp., ἡττήϑησαν τὴν μάχην Pol. 5, 105, 10; ähnl. τὴν γνώμην οὐχ ἡσσῆσϑαι, den Muth nicht verloren haben, Thuc. 6, 72; aber auch τῷ ϑυμῷ, γνώμῃ, Her. 8, 130. 9, 122; τῇ μάχῃ, 5, 46; τοῖς δικαίοις, im Proceß, Plut. Cat. min. 16. Ggstz νικάω Plat. Legg. XII, 955 b, κατορϑοῦν Isocr. 4, 124. – Als eigtl. pass., ὑπό τινος, ἑσσοῠσϑαι ὑπὸ Περσέων Her. 3, 106. 4, 197; Thuc. 2, 39; ὑπ' ἔρωτος ἡττώμενος Plat. Phaedr. 233 c; ὑπ' ἔχϑρας Polit. 305 c; auch πρός τινος, Her. 9, 122. Seltener c. dat., Eur. Andr. 918; ὕπνῳ Ael. H. A. 13, 22. – Häufiger aber τινός, dem darin liegenden Compar. entsprechend, γυναικὸς ἡσσημένος Eur. Alc. 700; τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσώμενον Ion 1117; τοῦ δεινοῦ, unterliegen, Thuc. 4, 37; Xen. Cyr. 1, 5, 11; τῶν φό-βων Plat. Legg. I, 635 d; Sp., ἥττητο Λαγίδος Ath. III, 592 c. – Adj. verb., κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, man darf sich nicht von einem Weibe überwinden lassen, ihm nicht nachgeben, Soph. Ant. 674; vgl. Ar. Lys. 450.
-
3 ασφαλεια
ион. ἀσφᾰλείη и ἀσφαλίη ἥ1) безопасность, защита(πρός τι Thuc. и ἀπό τινος Polyb.)
ἀσφαλείᾳ ἀνορθῶσαι πόλιν Soph. — восстановить безопасность города;ἀσφάλειάν τινι παρέχειν и διδόναι Xen. или παρέχεσθαι Plat. — гарантировать неприкосновенность или давать убежище кому-л.;δοῦναι ἑαυτόν τινι ὑπὲρ ἀσφαλείας Plut. — бежать (стать) под чью-л. защиту;δεηθεὴς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Her. — он получил право безопасного прохода2) безопасный момент3) безопасное место, убежище4) уверенностьἀ. πολλή (ἐστιν) μέ ἂν ἐλθεῖν ἡμῖν διὰ μάχης Thuc. — можно быть уверенным, что они не станут воевать с нами
5) гарантия, разрешение6) достоверность, незыблемость, убедительностьἀ. λόγου Xen. — неопровержимый довод
-
4 ἡσσάομαι
ἡσσάομαι, besiegen, überwältigen; das pass. oder den. ἡσσάομαι heißt schwächer ( ἥσσων) sein als ein anderer, ihm nachstehen, gegen ihn den Kürzern ziehen, von ihm übertroffen, besiegt werden; μάχην, in der Schlacht; auch τὴν δίκην, im Prozess, d. i. den Prozess verlieren; öfter in der Gerichtssprache; τὴν γνώμην οὐχ ἡσσῆσϑαι, den Mut nicht verloren haben; τοῦ δεινοῦ, unterliegen. Adj. verb., κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, man darf sich nicht von einem Weibe überwinden lassen, ihm nicht nachgeben -
5 πέρα
πέρᾱ (A), Adv.A beyond, further,μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd. 112e
;μέχρι τούτου.., π. δὲ μή Id.R. 423b
: with Art.,τὸ π. λέγειν Id.Phdr. 241d
.2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44;τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol. 1319b14
, cf. Pl.Ti. 29d.II of Time, longer,οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28
: with Art.,τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52
.2 c. gen.,π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7
; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg. 670a (v.l. πέραν).III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El. 633, Ph. 332, cf. E.Hipp. 1033 ;Ζεύς.. με λυπήσει πέρα Ar.Av. 1246
;π. ματεύειν S.OC 211
(lyr.);μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El. 1187
(lyr.);οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78
; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC 1745 (lyr.).2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30, 507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74;π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC 257
;π. τῶν νόμων Id.El. 1506
;π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1
;π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64
; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg. 487d, Ti. 65d ;π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb. 12c
; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec. 714 ;δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73
; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11.b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr. 189.IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib. 666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—[comp] Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and - τέρω (qq. v.); cf. sq.------------------------------------πέρα (B), ἡ,A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp. 262 ;Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag. 190
(lyr.):—hence [full] πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.). -
6 ἡσσάομαι
Aἡσσηθήσομαι E.Hipp. 727
, 976,ἡττ- Lys.20.32
, X.Cyr.3.3.42: [tense] fut. [voice] Med. ἡττήσομαι in pass. sense, Lys.28.9, X.An.2.3.23: [tense] aor. , etc.: [tense] pf. , E.Alc. 697: [tense] plpf.ἥττητο D.19.160
: [dialect] Ion. [full] ἑσσόομαι, part.ἑσσούμενος Hdt.1.82
: [tense] impf. ἑσσοῦτο (without augm.) Id.7.166, 8.75: [tense] aor.ἑσσώθην Id.2.169
, etc.: [tense] pf.ἕσσωμαι Id.8.130
(and v.l. in 7.9.β), Herod.8.19: ([etym.] ἥσσων):— to be less or weaker than, inferior to, c. gen. pers., E.Alc. 697: c. gen. pers. et part.,ἡττᾶσθαί τινος εὖ ποιοῦντος X.An.3.2.23
, cf. Cyr.5.4.32; ἡττᾶσθαί τινός τινι ib.8.2.13; ἔν τινι in a thing, ib.3.3.42, etc.: c. gen. rei, : c. neut. Adj. in acc., ὃ ἡττῷτο wherein he had proved inferior, X.Cyr.1.4.5.2 as a real [voice] Pass., to be defeated, discomfited,ὑπό τινος Hdt.3.106
, And.4.28, Th.2.39; ὑπ' ἔρωτος, ὑπ' ἔχθρας, Pl.Phdr. 233c, Plt. 305c, etc.;πρὸς τἀφροδίσια Id.Lg. 650a
: c. gen. pers., E.Hec. 1252, Ar.Av.70, Th.3.57, etc.: c. gen. rei,τοῦ κόπου γὰρ ἕσσωμαι Herod.
l.c.: c. dat. modi,ἑσσωθῆναι μάχῃ ὑπό τινων Hdt.5.46
, etc.;τοῖς ὅλοις D.9.64
, etc.; also c. acc.,μάχην Isoc.5.47
, D.19.320;ἀγῶνα D.C.63.9
: c. dat., τῷ θυμῷ to be broken in spirit, Hdt.8.130;ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου Id.9.122
;ἡ. περί τι Pl.Sph. 239b
: abs., οἱ ἡσσώμενοι, opp. οἱ κρατοῦντες, A.Th. 516, cf. Hdt.7.9.β ;τὴν γνώμην αὐτῶν οὐχ ἡσσῆσθαι Th.6.72
.3 as law-term, to be cast in a suit, S.Aj. 1242, Ar.Pl. 482, etc.;ἡττ. ἐν τοῖς δικαστηρίοις X.Mem.4.417
; δίκην, παραγραφήν, Pl.Lg. 880c, D.45.51.4 give way, yield, c. gen. pers., ;εἰ παθών γε σοῦ τάδ' ἡσσηθήσομαι E.Hipp. 976
; give way, be a slave to passion and the like ,νηδύος ἡσσημένος Id.Fr.282.5
;τοῦ παρόντος δεινοῦ Th.4.37
; ;ἡδονῆς X.Ages.5.1
;ὕπνου Id.Cyr.1.5.11
; [ χρημάτων] Lys.28.9; τῆς τούτων παρασκευῆς ib. 11;θνητοῦ κάλλους Isoc.10.60
;πικροῦ ἔρωτος E.Hipp. 727
: c. gen. pers., to be in love with.., Plu.2.771f; of other things,ἡττ. τοῦ ὕδατος X.HG5.2.5
; τοῦ δικαίου ib.5.4.31;τῆς ἀληθείας D.18.273
;τὸ δίκαιον ἡττ. τοῦ φθόνου D.25.75
.5 c. dat., to be overcome by..,ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι Th.3.38
, cf. 7.25;ὕπνῳ Ael.NA13.22
;τοῖς δικαίοις Plu. Cat.Mi.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσσάομαι
-
7 κατ-άρχω
κατ-άρχω, anfangen, beginnen, zuerst Etwas thun; τίνες κατῆρξαν μάχης Aesch. Pers. 343; ὁδοῦ κάταρχε, gehe des Wegs voran, Soph. O. C. 1023; δεινοῠ λόγου κατῆρξας Trach. 1125; λόγων κατάρχομεν τῇ πόλει ὠφελίμων Ar. Lys. 638; μάχης Eur. Suppl. 675; λόγου Plat. Prot. 351 e; absol., Conv. 177 e; τοῦ καλεῖν Xen. Hem. 2, 3, 11; c. partic., καὶ αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Cyr. 4, 5, 58; – seltner c. acc., ϑαυμαστὸν γάρ τινα ἀνὴρ κατῆρχε λόγον Plat. Euthyd. 283 e. – Bei Sp. auch = Herr sein, beherrschen. – Med. κατάρχομαι, anfangen, anheben; absol., τόδε κατάρχεται μέλος ἐμοὶ κλύειν φίλιον ἐν δόμοις Eur. Herc. Fur. 749, vgl. 889; Pol. 5, 49, 1; c. gen., Eur. Phoen. 543; τοῖς κατηργμένοις ἤδη τῆς ἐπ ουρανίου πορείας Plat. Phaedr. 256 d; κατήρχοντο τῆς πρὸς τὸν βουνὸν προςβολῆς Pol. 2, 67, 1. – Bes. gottesdienstlicher Ausdruck, von den Gebräuchen, mit denen beim Opfer der Anfang gemacht wurde, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Nestor begann das Opfer mit Händewaschen und Aufstreuen der heiligen Gerste auf das Haupt des Opferthieres, Od. 3, 445; das Opferthier weihen, um es zu schlachten, Her. 2, 45; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου Ar. Av. 960; Eur. I. T. 40. 56 u. öfter; κατάρξει ϑυμάτων Phoen. 576; D. Hal. 3, 35 u. a. Sp.; καὶ καϑιερῶσαι Plut. Themist. 13; auch pass., ᾗ (ϑεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. Heracl. 601; vgl. ἀπάρχω. – Dah. schlagen, tödten, τινός; Luc. Somn. 3; ἅπαντας γὰρ ἔδει κατάρξασϑαι καὶ γεύσασϑαι τοῦ φόνου Plut. Caes. 66. – Uebertr., ϑανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξομαι, v. l. κατάρξω, beklagen, Eur. Andr. 1200.
-
8 κατεξανίσταμαι
A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6;τῆς τύχης Eun. Hist.p.256
D.;τοῦ πάθους D.S.10.7
; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against.., Plb.Fr. 172;τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22
;παντὸς δεινοῦ D.S.17.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεξανίσταμαι
-
9 πρό-βλημα
πρό-βλημα, τό, 1) das Vorgehende, Vorspringende, der Vorsprung (vgl. προβλής); ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1198, der ins Meer hervorragt. – 2) gew. das zum Schutz Vorgehaltene; σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι, Aesch. Spt. 522; u. so auch 658, φέρ' ὡς τάχος κνημῖδας, αἰχμὴν καὶ πέτρων προβλήματα, Steine, mit denen man sich schützt, indem man sie zum Wurfe braucht; λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα, Soph. Phil. 996, zum Schutz; aber Ai. 1055 μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ' αἰδοῠς ἔχων scheint »Hinderniß« zu bedeuten; χειμῶνος προβλήματα, gegen, Eur. Suppl. 208; νεῶν προβλήμασι πελάζων, Rhes. 213; κακῶν, Schutz gegen das Unglück, Ar. Vesp. 515; Her. 4, 175. 7, 70; χειμώνων, Plat. Tim. 74 b; τῶν προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα, Polit. 279 d; προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, der schützende Pferdepanzer von Erz, Xen. Cyr. 6, 1, 51; Folgde, wie Pol., πρόβλημα ποιεῖσϑαι, λαβεῖν τὸν ποταμόν, 2, 66, 1. 3, 14, 5 u. öfter. Auch was man vorschützt, was zum Bemänteln dient, οὐδὲν οὖν ἄλλο ἢ πρόβλημα τοῠ τρόπου τὸ σχῆμα τοῦτ' ἐστί, Dem. 45, 69. – Ὄψεως, Hinderniß des Gesichts, was das Licht benimmt, Ael. H. A. 2, 13. – 3) das Vorgelegte, die Aufgabe, bes. Streitfrage; δεινοῦ ἄρχομαι προβλήματος, Eur. El. 985; παραλαβεῖν, Plat. Theaet. 180 c; Soph. 261 a u. öfter; Arist. u. Folgde; λύσιν τοῦ προβλήματος εὕροντο τοιαύτην, Pol. 30, 17, 5; auch Schwierigkeit, εἰς πρόβλημα παμμέγεϑες ἐμπίπτειν, 28, 11, 9.
-
10 ἐπι-κρεμάννῡμι
ἐπι-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερϑε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται ϑάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεϑρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέϑους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασϑέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆϑλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
-
11 κατεξανισταμαι
(fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)1) восставать, противоборствовать, сопротивляться(τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.)
2) быть непокорнымκ. ἁπάντων — (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки
3) быть настороже, бдительно следить(τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.)
-
12 κατάρχω
A make beginning of a thing, c.gen., τίνες κατῆρξαν.. μάχης; A.Pers. 351; ὁδοῦ κατάρχειν lead the way, S.OC 1019;δεινοῦ λόγου Id.Tr. 1135
;λόγων Χρησίμων Ar.Lys. 638
, cf. Pl.Prt. 351e, etc.;τραυμάτων Ascl.Tact.7.1
; τὸ κατάρχον αἰσθήσεως, τῆς κινήσεως, the source of perception, of motion, Gal. 5.588: rarely c. acc., begin a thing,θαυμαστόν τινα λόγον Pl.Euthd. 283b
: c. part., begin doing, X.Cyr.1.4.4, 4.5.58: abs., Pl.Smp. 177e, Arist.Mu. 399a15.2 θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω I will lead the dirge over.., E.Andr. 1199 (lyr., with reference to the religious sense, infr. 11.2).II [voice] Med., begin, like [voice] Act., c. gen.,ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Id.Ph. 540
;τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας Pl.Phdr. 256d
;κ. τῆς προσβολῆς Plb.2.67.1
;τοῦ λόγου Plu.2.151e
: c. acc., κ. νόμον, στεναγμόν, E.Hec. 685 (s. v. l.), Or. 960 (both lyr.): abs., κατάρχεται μέλος is beginning, Id.HF 750 (lyr.), cf. 891 (lyr.);τὸ -άρξασθαι Ael. Tact.17
.2 in religious sense, begin the sacrificial ceremonies, once in Hom., began [the sacrifice] with the washing of hands and sprinkling the barley on the victim's head, Od.3.445: abs., Hdt.4.60, 103, And.1.126; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ' ἄλλοισιν μέλει I begin the rite, but leave the slaughter of the victim to others, E.IT40; ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. D.H.2.25: c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου make a beginning of the victim, i. e. consecrate him for sacrifice by cutting off the hair of his forehead, Ar.Av. 959; ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ (sc. Ἡρακλέος)πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Hdt.2.45
; πῶς δ' αὖ κατάρξῃ θυμάτων; E.Ph. 573, cf.IT56, 1154;κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν D.21.114
: metaph.,σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc.Somn.3
, cf. Plu.Caes.66:—so later in [voice] Act., Hld.2.34, al.b sacrifice, slay, ξίφει, φασγάνῳ κ., E.Alc.74, El. 1222 (lyr.):— [voice] Pass., ᾗ (sc. τῇ θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα hath been devoted, Id.Heracl. 601.III [voice] Act., rule, govern, c. gen., Alciphr.3.44 (s.v.l.).IV κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις will chastise you.., LXX 3 Ki.12.24r.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρχω
-
13 κατ-εξ-αν-ίσταμαι
κατ-εξ-αν-ίσταμαι (s. ἵστημι), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
-
14 καταρχω
1) тж. med. класть начало, начинать, приступатьτίνες κατῆρξαν μάχης ; Aesch. — кто (первый) начал сражение?;ὁδοῦ κ. Soph. — начинать (первым) путь, т.е. идти впереди (кого-л.);οἱ κατηργμένοι τινός Plat. — приступившие к чему-л.;δεινοῦ λόγου κατῆρξας Soph. — ты начал странную речь;θαυμαστόν τινα κατῆρχε λόγον Plat. — (он) завел какую-то диковинную речь;αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Xen. — (Кир) первый подавал пример этого;κατάρχεσθαι στεναγμόν Eur. — поднимать вопль2) культ., med. приступать к жертвоприношению, начинать обрядΝέστωρ χέρνιβά τ΄ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Hom. — Нестор начал омовение рук и осыпание (жертвы) ячменем, т.е. приступил к жертвоприношению;
ἐπεὴ αὐτοῦ πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Her. — когда (египтяне) приступили к тому, чтобы принести его в жертву;κατάρχομαι μέν, σφάγια δ΄ ἄλλοισιν μέλει Eur. — я начинаю обряд жертвоприношения, заклание же (жертвы) - дело других3) med. приносить в жертву, закалывать(τοῦ τράγου Arph.)
κατάρχεσθαι ξίφει Eur. — закалывать (жертву) мечом;κατάρξασθαι θυμάτων Eur. — совершить жертвоприношения4) med. посвящатьᾗ σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. — (богиня), которой посвящена ты (досл. твое тело)
5) med., ирон. дубасить, бить, колотитьσκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc. — взяв дубину, он отделал меня
6) med. убивать, умерщвлять(ἅπαντας Plut.)
-
15 ἀόρατος
ἀόρᾱ-τος, ον,A unseen, invisible, Pl.Phd. 85e, etc.;ἀόρατος ὄψιν Alex.240.5
;τραῦμ' ἀ., ἔρως APl.4.198
(Maec.);ἀ. τὸ μέλλον Isoc.1.29
; τὸ ἀόρατον the unseen world, the unseen,ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀ. Pl.Sph. 246a
, cf. Tht. 155e, al.:τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου
obscure,Epigr.Gr.
223 (Milet.);ἀ. κατὰ δόξαν Ath.12.511d
;τὸν ἀ. ὡς ὁρῶν Ep.Hebr.11.27
. Adv.- τως Ph.1.157
, Placit.2.24.5.II [voice] Act., not having seen, without experience of, παντὸς κακοῦ, δεινοῦ, Plb. 2.21.2, 3.108.6: abs., Luc.Halc.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀόρατος
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες — (17ος αι.). Ποιητής. Έγραψε ένα μεγάλο ποίημα 12 χιλιάδων στίχων μέτριας ποιητικής αξίας, αλλά το οποίο θεωρείται μνημείο της δημοτικής. Το ποίημα τιτλοφορείται Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου του εν τη νήσω Κρήτη γενομένου. Στο πατριωτικό … Dictionary of Greek
Διακρούσης, Άνθιμος — (17ος αι.). Λόγιος και κληρικός. Είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Ακάκιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά, αλλά έζησε έως το 1645 στην Κυδωνία, έπειτα στην Κρήτη και, τελικά, εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Εκεί επιμελήθηκε την ανατύπωση έργων του… … Dictionary of Greek
δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… … Dictionary of Greek
Βαρλαάμ ο Καλαβρός — (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Έλληνας θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, πρόδρομος της Αναγέννησης. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος ακόμα απέκτησε φήμη… … Dictionary of Greek
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
κατεξανίσταμαι — (AM, Α και κατεξανιστῶ, άω) εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.) αρχ. 1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.) 2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ… … Dictionary of Greek